- φιλακόλουθος
- φιλακόλουθοςreadily followingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλακόλουθος — η, ο / φιλακόλουθος, ον, ΝΑ νεοελλ. αυτός που εκκλησιάζεται τακτικά αρχ. αυτός που είναι έτοιμος να ακολουθήσει («ἐγὼ δ ἀεί πως φιλακόλουθός εἰμι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀκόλουθος] … Dictionary of Greek
φιλακόλουθον — φιλακόλουθος readily following masc/fem acc sg φιλακόλουθος readily following neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλακόλουθοι — φιλακόλουθος readily following masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακόλουθος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θηβαΐδα και έζησε στην Ερμούπολη της Αιγύπτου επί Μαξιμιανού. Τον συνέλαβαν στα χρόνια του ηγεμόνα Αρριανού, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες και απειλές να τον επαναφέρει στην εθνική θρησκεία … Dictionary of Greek